μονοστράτηγος

μονοστράτηγος
μονοστράτηγος, ὁ (Μ)
(στους Βυζαντινούς) ο μόνος στρατηγός όλου τού στρατού, αρχιστράτηγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + στρατηγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Strategos — For the board game, see Stratego. Strategus redirects here. For the genus of beetle, see Strategus (beetle). Bust of an unidentified strategos with Corinthian helmet; Hadrianic Roman copy of a Greek sculpture of c. 400 BC Strategos, plural… …   Wikipedia

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοστρατηγώ — μονοστρατηγῶ, έω (Μ) [μονοστράτηγος] έχω την αρχηγία όλου τού στρατού μόνος, είμαι ο μόνος στρατηγός, έχω την ανώτατη στρατηγία …   Dictionary of Greek

  • υπερστράτηγος — ὁ, Μ [στρατηγός] βυζαντινό στρατιωτικό αξίωμα, πιθ. ο μονοστράτηγος.* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”